κονάκι

κονάκι
το
(λ. τουρκ.)
1. κατοικία: Πέρασε κι από το κονάκι μου.
2. στην Τουρκία, το διοικητήριο.
3. στη Σερβία, το βασιλικό ανάκτορο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κονάκι — το (Μ κονάκι[ν]) 1. κατάλυμα, κατοικία 2. φρ. «κάνω κονάκι» καταλύω, σταθμεύω νεοελλ. 1. το κτηριακό συγκρότημα τού ιδιοκτήτη σ ένα τσιφλίκι 2. (στην Τουρκία) διοικητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. konak] …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • κονεύω — (Μ κονεύω) σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.) μσν. φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί χωνάκι χωνεύω.… …   Dictionary of Greek

  • Карея — Здание в Карее, в котором расположена светская администрация Карея  (также Карей, Кариес, греч. Καρυές)  устоявшаяся в русскоязычной литературе адаптированная транслитерация названия административного центра Афона как автономного монашеского… …   Википедия

  • Карье — Здание светской администрации в Карее. Карье, Карьес или Карея …   Википедия

  • Konak (Thessaloniki) — Das Konak 1892 und die Eröffnungsfeier. Links im Bild die heute nicht mehr vorhandene Saatli Moschee …   Deutsch Wikipedia

  • κοναξής — ο 1. ο προϊστάμενος, ο επιμελητής κονακιού 2. αυτός που έχει κονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. konakši] …   Dictionary of Greek

  • τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Καστελλόριζου — Το διαχρονικό αυτό μουσείο στεγάζεται από το 1984 σε ένα διώροφο κτίσμα με αυλή και περίβολο με επάλξεις που μοιάζει με προμαχώνα και είναι γνωστό ως Κονάκι, πιθανόν επειδή ήταν η έδρα του Τούρκου διοικητή τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η προσθήκη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”